- επιχαλικώ
- (ο) μετ. мостить щебнем
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
επιχαλικώνω — και επιχαλικώ επιστρώνω με χαλίκια. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. επιχαλικόω, ώ μαρτυρείται από το 1890 στον Σπ. Παγανέλη] … Dictionary of Greek